-
1 αἶνος
1 praiseἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95
Ἁγησία, τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος O. 6.12
ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἀγκεῖται O. 11.7
Ὀρτυγία σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.6
-
2 Αίνος
-
3 Αἶνος
-
4 αίνος
-
5 αἶνος
-
6 αινός
-
7 αἰνός
-
8 ΑἾΝος
ΑἾΝος, ὁ, Hom. viermal, = Rede Iliad. 28, 652; = Lob Iliad. 23, 795 Od. 21, 110; = sinnvolle, klug erfundene, anspielende Rede, αἰνιγματώδης λόγος Od. 14, 508; Bezeichnung der Thierfabel Hes. O. 202 Archiloch. frgm. 59 Theocrit. 14, 43; = Sprichwort Hadr. 3 (IX, 17); vgl. Theon. progymn. 3; = Rede Aesch. Ag. 1462 Soph. Phil. 1366; aw Lob Pind. O. 6, 12, Tragg. u. sonst. S. Buttmann Lexil. 2, 112.
-
9 ΑἸΝός
ΑἸΝός, ή, όν, ep. u. Ion. = δεινός, schrecklich, dgl. Buttmann Lexil. 1, 235; Hom. oft, δηιοτῆτι Il. 7, 40, φύλοπις 4, 15, χόλος 22, 94, κότος 16, 449, μένος 17, 565, κάματος 10, 312, τρόμος 7, 215, ὀιζύς Od. 15, 342, μόρος Il. 18, 465, ἄχος 4, 169, ὄνειρος Od. 19, 568, νεκάδεσσιν Il. 5, 886; – Pind. P. 5, 61 φόβος, 1, 15 Τάρταρος, 11, 55 ὕβρις; Soph. Ai. 692 ἄχος. – Comp. αἰνότερος Hom. einmal, Od. 11, 427, superl. αἰνότατος Hom oft, αἰνότατε Κρονίδη Il. 4, 25, αἰνοτάτη 8, 423, αἰνότ. πόλεμος Od. 8, 519, λόχος 4, 441, κακόν 12, 275, στείνει ἐν αἰνοτάτῳ Il. 8, 476, αἰνοτάτην ἔριδα 14, 389. – Advb. αἰνῶς Hom. oft, αἰνῶς δείδοικα Il. 1, 555, τεῖρε Od. 4, 441, χώσατο Il. 13, 165, αἰδέομαι 6, 441, αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ' ἔχω κακά Od. 17, 24, ἴεται 2, 327, ἄνωγεν Il. 24, 198, ἄγχι γὰρ αἰνῶς Od. 22, 136, αἰνῶς διεφαίνετο 9, 379, ἔοικεν Il. 3, 158, ἐοικότες 10, 547, φιλέεσκε Od. 1, 264, τέρπομαι 4, 597, ἥσατο 9, 353; – αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 16, 255, αἴν' ὀλοφυρόμεναι 22, 447, αἰνὰ τεκοὖσα Il. 1, 414 vgl. αἰνὰ παϑοῦσα 22, 431; – αἰνότατον περιδείδια Il. 13, 52; αἰνόϑεν αἰνῶς 7, 97; – Aesch. P. 894; Her. = sehr 4, 61. 76.
-
10 Αινος
ἥ Эн1) город на фракийском побережье Эгейского моря, близ устья римск. Гебр Hom., Her., Thuc.2) город в Этолии Her. -
11 αἰνός
1 awful, dreadfulὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
αἰνὰν ὕβριν P. 11.55
-
12 αἰνός
A = δεινός, dread, horrible, freq. in Hom., of feelings, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς, Il.4.169, 22.94, 7.215, 10.312, Od.15.342; of states and actions, as δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, Il. 5.409, Od.8.519 ([comp] Sup.), Il.18.465; of persons, dread, terrible, esp. of Zeus,αἰνότατε Κρονίδη Il.4.25
, etc.; σύ γ' αἰνοτάτη, of Pallas, 8.423; of monsters or animals,πέλωρα Od.10.219
;ὄφις Hes.Fr.14
;λῖς Theoc.25.252
.II Adv. - νῶς terribly, i.e. strangely, exceedingly, Il.10.38;ἔοικέ τινι 3.158
, Od.1.208;φιλέεσκε 1.264
;ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers. 930
(lyr.);φεύγειν τι Hdt.4.76
; with Adj., αἰ. κακός terribly bad, Od.17.24;αἰ. πικρός Hdt.4.52
; τῆς Σκυθικῆς αἰ. ἀξύλου ἐούσης ib.61:—neut. pl. αἰνά as Adv., Il.1.414: [comp] Sup.- ότατον 13.52
. -
13 αἶνος
A tale, story, Il.23.652, Od.14.508, A.Supp. 534 (lyr.); αἰνεῖν αἶνον to tell a tale, Id.Ag. 1483 (lyr.), S.Ph. 1380: esp. story with moral, fable, Hes. Op. 202, Archil.86,89;ἄκουε δὴ τὸν αἶνον Call.Iamb.1.211
: generally, saying, proverb,παλαιὸς αἶ. E.Fr. 508
, cf. Theoc.14.43; riddle, Carm.Pop.34.II = [dialect] Att. ἔπαινος, praise, Il.23.795, Od.21.110, Pi.N.1.6;ἐπιτύμβιος αἶ. A.Ag. 1547
, cf. 780, S.OC 707 (all lyr.);ἄξιος αἴνου μεγάλου Hdt.7.107
(v.l. ἐπαίνου), cf. LXXPs.8.2, al., Ev.Luc.18.43.III decree, resolution,τῶν Ἀχαιῶν IG4.926
(Epid.); κατ' αἶνον, opp. κατὰ ψήφισμα, SIG672.15 (Delph.), cf. EM36.16. -
14 ἄϊνος
-
15 αἶνος
αἶνος: praise, eulogy.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἶνος
-
16 αἰνός
αἰνός: dread, dreadful, dire; either with full force and seriousness of meaning, or colloquially and hyperbolically; αἰνότατε Κρονίδη, ‘horrid,’ Il. 1.552 (cf. Il. 8.423), αἰνῶς ἔοικας κείνῳ, ‘terribly’ like him, Od. 1.208.—Adv., αἰνότατον, αἰνά, αἰνῶς. τί νύ σ' ἔτρεφον αἰνὰ τεκοῦσα (since I bore thee ‘to sorrow’), Il. 1.414, cf. 418, αἰνῶς κακὰ εἵματα (‘shocking’ bad clothes), Od. 17.24.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰνός
-
17 ἀινος
ἀινος, Lob; sinnvolle, klug erfundene, anspielende Rede; Bezeichnung der Tierfabel; Sprichwort; Rede -
18 ἀινός
ἀινός, schrecklich; sehr -
19 ἄῑνος
-
20 αἶνος
Grammatical information: m.Meaning: `meaningful words, praise' (Il.), also `decision' (inscr.).Other forms: αἴνη (Hdt.). - Cf. ἀναίνομαι `deny, refuse' (Il.) from *ἀνα-αίνομαι (cf. ἀνα-νεύω), Bechtel Lex.Dialectal forms: Aeol. (Hes.) αἴνημιDerivatives: αἰνέω `approve, praise', also `decide' (Il.); αἰνίζομαι `praise' (Hom.; denom. (deverb.?), αἰνίσσομαι, - ττ-, Ion.-Att. (`speak words full of content, i.e. difficult to understand') `speak unclear, in riddles', with αἴνιγμα `riddle' (Pi.).Origin: XX [etym. unknown] [11] h₂eid- ?Page in Frisk: 1,40-41Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἶνος
См. также в других словарях:
αἰνός — dread masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶνος — tale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶνος — tale masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
άινος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
Αίνος — Sp Ènas Ap Αίνος/Ainos L k. ir nac. parkas Kefalinijos s., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
αἰνά — αἰνός dread neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc/acc dual (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνότερον — αἰνός dread adverbial comp (epic ionic) αἰνός dread masc acc comp sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνόν — αἰνός dread masc acc sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνότατα — αἰνός dread adverbial superl (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc superl pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)